αξιομίμητος

From LSJ

Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh

Menander, Monostichoi, 137

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀξιομίμητος, -ον)
αυτός που αξίζει να τον μιμηθεί κανείς.