αξιοπενθής

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἀξιοπενθής (-οῦς), -ές (Α)
1. ο άξιος πένθους
2. ο αξιοθρήνητος.