αξιόληπτος

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

ἀξιόληπτος, -ον (Α)
αυτός που αξίζει να ληφθεί, να τον πάρει κανείς, ο πολύτιμος.