απάρχομαι

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189

Greek Monolingual

ἀπάρχομαι (AM)
1. θυσιάζω πρώτος, κάνω την αρχή της θυσίας
2. προσφέρω, αφιερώνω
3. αρχίζω, κάνω την αρχή
αρχ.
1. κόβω μέλος ή μέρος από κάτι
2. προσφέρω απαρχές
3. διαλέγω ή προσφέρω ό,τι καλύτερο υπάρχει
4. κάνω προανάκρουσμα με μουσικό όργανο
5. (μτχ.) οἱ ἀπηργμένοι
οι ευνούχοι.