απάτωρ
From LSJ
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
Greek Monolingual
ἀπάτωρ (-ορος), ο (AM) πατήρ
1. ο χωρίς πατέρα, ο ορφανός από πατέρα
2. (για θεότητες) χωρίς πατέρα, αυτογέννητος
«αὐτοπάτωρ, ἀπάτωρ» (Ορφικά), «ἀπάτωρ, ἀμήτωρ» (Νόννος)
3. (για τον Χριστό) «ἀπάτωρ κάτω, ἀμήτωρ ἄνω» — χωρίς επίγειο πατέρα, χωρίς μητέρα στον ουρανό
4. ο νόθος, ο «αγνώστου πατρός»
αρχ.
εκείνος που έχει αποκηρυχθεί από τον πατέρα του, αυτός τον οποίο ο πατέρας δεν θεωρεί πλέον παιδί του.