απανωγράφω
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
1. γράφω παραπάνω, προηγουμένως («να μάθου τίς εκόπιασε εις τ' απανωγραμμένα» Ερωτόκρ.)
2. φουσκώνω τον λογαριασμό.