απανωλαδιά

Greek Monolingual

κ. πανωλαδιά, η
1. λάδι ή άλλο λιπαρό ρευστό στην επιφάνεια άλλου υγρού ή φαγητού
2. φρ. «βγήκε απανωλαδιά» — βγήκε λάδι, κατόρθωσε να κρύψει την ενοχή του
3. καλή σοδειά λαδιού.