απαράγραπτος
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπαράγραπτος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να παραγραφεί ή να αγνοηθεί, ο αναφαίρετος, ο απαράβατος.