αποίκιση

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀποίκισις, -εως)
1. η αποστολή αποίκων σε κάποιο μέρος
2. η εγκατάσταση ανθρώπων σε άλλον τόπο.