λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
ἀποδέρω (AM κ. ιων. τ. ἀποδείρω)αφαιρώ το δέρμα, γδέρνωμσν.1. αποσπώ από το σύνολο, εξοικονομώ2. (-ομαι) καταστρέφομαι.