αποδέρω

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source

Greek Monolingual

ἀποδέρω (AM κ. ιων. τ. ἀποδείρω)
αφαιρώ το δέρμα, γδέρνω
μσν.
1. αποσπώ από το σύνολο, εξοικονομώ
2. (-ομαι) καταστρέφομαι.