αποικιακός

From LSJ

σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → all life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains | the world's a stage, and life's a toy: dress up and play your part; put every serious thought away—or risk a broken heart | Life's a performance. Either join in lightheartedly, or thole the pain. | this life a theatre we well may call, where every actor must perform with art, or laugh it through, and make a farce of all, or learn to bear with grace his tragic part

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. ο σχετικός με την αποικία
2. αυτός που δημιουργεί αποικίες («αποικιακές δυνάμεις»)
3. αυτός που προέρχεται από τις αποικίες
4. (το ουδ. του πληθ. ως ουσ.) τα αποικιακά (ενν. προϊόντα)
τα προϊόντα που προέρχονται από αποικίες ή από χώρες που ήταν στο παρελθόν αποικίες (καφές, τσάι, κανέλα κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποικία. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Δ. Μαργαρίτη].