αποινόδικος

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

Greek Monolingual

ἀποινόδικος, -ον (Α)
αυτός που επιβάλλει ποινή, ο τιμωρός.