αποκάρωμα

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζον → there is no greater pain than grief

Source

Greek Monolingual

το κ. αποκαρωμάρα, η
1. υπνηλία, νάρκη
2. δειλία, λιποψυχία.