αποκάρωμα

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source

Greek Monolingual

το κ. αποκαρωμάρα, η
1. υπνηλία, νάρκη
2. δειλία, λιποψυχία.