αποκορύφωση

From LSJ

ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀποκορύφωσις)
νεοελλ.
το να φθάνει κάτι στο αποκορύφωμά του
αρχ.
συγκέντρωση, κατάληξη σε ένα σημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποκορυφώ. Η λ. με τη νεοελληνική της σημασία μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].