αποπειρώμαι

From LSJ

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source

Greek Monolingual

(AM ἀποπειρῶμαι, -άομαι) απόπειρα
δοκιμάζω να κάνω κάτι, προσπαθώ, επιχειρώ.