ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops
(AM ἀποπειρῶμαι, -άομαι) απόπειραδοκιμάζω να κάνω κάτι, προσπαθώ, επιχειρώ.