απορροφητικός

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. ο ικανός ή χρήσιμος για απορρόφηση
2. φρ. «απορροφητικός χάρτης» — στυπόχαρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απορροφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικό Λεξικό των Σχινά -Λεβαδέως].