στυπόχαρτο
From LSJ
Greek Monolingual
και στουπόχαρτο, το, Ν
απορροφητικό χαρτί κατάλληλο για την απορρόφηση της μελάνης νωπών χειρογράφων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στυπ(π)-είο / στουπί + χαρτί. Ο τ. στυπόχαρτον μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].