αποστείρωση
From LSJ
τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father
Greek Monolingual
η (Μ ἀποστείρωσις)
νεοελλ.
η πλήρης καταστροφή των μικροοργανισμών που υπάρχουν σε κάποια ουσία ή αντικείμενο, απολύμανση, παστερίωση
μσν.
πλήρης στείρωση, έλλειψη γονιμότητας.