αποσυμφόρηση

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source

Greek Monolingual

η
εξάλειψη ή ελάττωση της συμφόρησης, αραίωση (της κυκλοφορίας, των φυλακών κ.λπ.)