αποσόβηση

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἀποσόβησις) αποσοβώ
η παρεμπόδιση ή αποτροπή συνήθως κάποιου ανεπιθύμητου γεγονότος ή κάποιας ανεπιθύμητης έκβασης.