απόκριμα

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source

Greek Monolingual

το (AM ἀπόκριμα)
ό,τι αποβάλλεται από τον οργανισμό
αρχ.-μσν.
η καταδίκη.