απόμερος

From LSJ

ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. απόκεντρος, μακρινός, ερημικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά απόμερα
μέρος απόκεντρο ή ερημικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + μέρος.