ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head
-η, -ο1. απόκεντρος, μακρινός, ερημικός2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά απόμεραμέρος απόκεντρο ή ερημικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + μέρος.