Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht
ἀπόμισθος, -ον (Α)
1. άμισθος, κακώς μισθοδοτούμενος
2. αυτός που εξαπατήθηκε στον μισθό του, που δεν πληρώθηκε με όσα του έταξαν
3. όποιος απολύθηκε αφού πήρε ολόκληρο τον μισθό του.