απόμισθος

From LSJ

Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...

Source

Greek Monolingual

ἀπόμισθος, -ον (Α)
1. άμισθος, κακώς μισθοδοτούμενος
2. αυτός που εξαπατήθηκε στον μισθό του, που δεν πληρώθηκε με όσα του έταξαν
3. όποιος απολύθηκε αφού πήρε ολόκληρο τον μισθό του.