άμισθος

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄμισθος, -ον)
1. ο δίχως μισθό ή πληρωμή
2. αυτός που δεν πληρώνεται, που δεν παίρνει μισθό
αρχ.
αυτός που δεν πληρώνει αμοιβή, που παίρνει κάτι δωρεάν.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + μισθός.
ΠΑΡ. αμισθί, αμισθία
μσν.
ἀμισθίας].