τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything
ἀραῖος, -α, -ον και -ος, -ον (Α) αρά1. αυτός που τον παρακαλούν, τον ικετεύουν2. καταραμένος, φορτωμένος κατάρες3. αυτός που προξενεί βλάβη, επιβλαβής, ολέθριος.