μπομπότα

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34

Greek Monolingual

η
1. αλεύρι από αραβόσιτο, αραβοσιτάλευρο, καλαμποκάλευρο
2. συνεκδ. ψωμί ή άλλο είδος ζυμαρικού ή γλύκισμα από καλαμποκάλευρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο βεν. bobotta < boba].