ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions
ἀργοκυλῶ (-άω)
1. κυλώ, κινούμαι αργά
2. φαίνομαι ότι περνώ αργά («η μέρα αργοκυλούσε»).