βραδυπορώ
From LSJ
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
Greek Monolingual
(Α βραδυπορῶ, -έω) βραδυπόρος
νεοελλ.
καθυστερώ
αρχ.
περπατώ αργά.
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
(Α βραδυπορῶ, -έω) βραδυπόρος
νεοελλ.
καθυστερώ
αρχ.
περπατώ αργά.