αργυράσπιδες

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἀργυράσπιδες, οι (Α)
(για σώμα του μακεδονικού στρατού) αυτοί που κρατούν επάργυρες ασπίδες.