αργυρίς

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

ἀργυρίς, η (Α) άργυρος
1. αργυρό ποτήρι ή φιάλη
2. (γενικά) ποτήρι
3. η δραχμή.