αρισθάρματος

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source

Greek Monolingual

ἀρισθάρματος, -ον (Α)
ο καλύτερος στην αρματηλασίαἀρισθάρματον γέρας» — το βραβείο του καλύτερου άρματος στην αρματηλασία).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + άρμα (-ατος)].