αριστοκράτισσα

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

Greek Monolingual

ἀριστοκράτης, ο (θηλ. αριστοκράτισσα, η)
ἀριστοκράτης) αυτός που έχει αριστοκρατική καταγωγή
νεοελλ.
1. αυτός που έχει τους τρόπους και τη συμπεριφορά αριστοκράτη
2. αυτός που ανήκει στην τάξη ή στην πολιτική μερίδα των ευγενών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -κράτης < κράτος «δύναμη, εξουσία». Ο όρος πρωτοεμφανίζεται κατά τους ελληνιστικούς χρόνους].