αριστοπάτρα
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
Greek Monolingual
ἀριστοπάτρα, η (Α)
η κόρη του άριστου πατέρα (επίθ. της Αρτέμιδος
Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + πατήρ.