αριστοπάτρα

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536

Greek Monolingual

ἀριστοπάτρα, η (Α)
η κόρη του άριστου πατέρα (επίθ. της Αρτέμιδος
Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + πατήρ.