αριστοτεχνία

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἀριστοτεχνία) αριστοτέχνης
η άριστη τέχνη, η έξοχη ικανότητα, η δεξιοτεχνία.