αριστόμαχος
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
Greek Monolingual
ἀριστόμαχος και -μάχος, ο (Α)
ο άριστος στη μάχη, αυτός που διακρίνεται στις μάχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -μαχος < μάχομαι.