ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
ἀρκεύθινος, -η, -ον (Α) άρκευθοςκαμωμένος από τον καρπό ή από κλαδί της αρκεύθου.