αρκεύθινος

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source

Greek Monolingual

ἀρκεύθινος, -η, -ον (Α) άρκευθος
καμωμένος από τον καρπό ή από κλαδί της αρκεύθου.