αρμολογώ

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source

Greek Monolingual

(Α ἁρμολογῶ, -έω)
συναρμολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρμός + -λογώ (-έω) (< -λογος < λόγος)].