ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered
(Α ἁρμολογῶ, -έω)συναρμολογώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρμός + -λογώ (-έω) (< -λογος < λόγος)].