αρμοστήρ
From LSJ
Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört
Greek Monolingual
ἁρμοστήρ, ο (Α) αρμόζω
1. το εργαλείο με το οποίο γίνεται η συναρμολόγηση
2. ο διακοσμητής.