αρμοστήρ
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
Greek Monolingual
ἁρμοστήρ, ο (Α) αρμόζω
1. το εργαλείο με το οποίο γίνεται η συναρμολόγηση
2. ο διακοσμητής.