αρρητοτόκος
From LSJ
ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed
Greek Monolingual
ἀρρητοτόκος, -ον (Μ)
αυτός που γέννησε με τρόπο μυστηριώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρητος + -τόκος < τίκτω (πρβλ. αγχίτοκος, αρρενοτόκος κ.ά.)].