αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαι → serve up a big bowl of citizen blood
ἀρτόκλασμα, το (Μ)πολύ μικρό κομμάτι ψωμιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + κλάσμα < κλω(-άω) «κόβω, σπάζω»].