αρτόκλασμα

From LSJ

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source

Greek Monolingual

ἀρτόκλασμα, το (Μ)
πολύ μικρό κομμάτι ψωμιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + κλάσμα < κλω(-άω) «κόβω, σπάζω»].