ἀρτόκλασμα
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
-ατος, τό, morsel of bread, Tz.H.8.49.
Spanish (DGE)
-ματος, τό trozo de pan Tz.H.8.40.
Greek Monolingual
ἀρτόκλασμα, το (Μ)
πολύ μικρό κομμάτι ψωμιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + κλάσμα < κλω(-άω) «κόβω, σπάζω»].