αρχίπλανος

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source

Greek Monolingual

ἀρχίπλανος, ο (Α)
ο αρχηγός νομαδικής φυλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι- + πλανος < πλανώμαι].