ἀρχίπλανος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, nomad chieftain, Luc.Tox.39.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ cabecilla nómada Luc.Tox.39.
German (Pape)
[Seite 366] ὁ, Anführer der Nomaden, Luc. Tox. 39.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chef de nomades.
Étymologie: ἄρχω, πλάνη.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχίπλᾰνος: ὁ предводитель кочевников Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχίπλᾰνος: ὁ, ἀρχηγός νομαδικῆς φυλῆς, Λουκ. Τόξ. 39.
Greek Monolingual
ἀρχίπλανος, ο (Α)
ο αρχηγός νομαδικής φυλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι- + πλανος < πλανώμαι].
Greek Monotonic
ἀρχίπλᾰνος: ὁ, αρχηγός νομαδικής φυλής, σε Λουκ.
Middle Liddell
a Nomad chieftain, Luc.