αρχαιομάθεια

From LSJ

οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speechwhereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength

Source

Greek Monolingual

η
1. η γνώση της αρχαιότητας
2. η γνώση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -μάθεια < -μαθής < μανθάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Κ. Κούμα].