αρχαιόφιλος

From LSJ

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165

Greek Monolingual

ο, η
αυτός που αγαπά τα έργα της αρχαίας τέχνης ή γενικά την αρχαιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -φιλος < φίλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στο περιοδικό σύγγραμμα Όμηρος].