αρχαιόφιλος
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
Greek Monolingual
ο, η
αυτός που αγαπά τα έργα της αρχαίας τέχνης ή γενικά την αρχαιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -φιλος < φίλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στο περιοδικό σύγγραμμα Όμηρος].