αρχηγείο

From LSJ

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source

Greek Monolingual

το
1. η έδρα του αρχηγού
2. η διοίκηση και το επιτελείο στρατιωτικών υπηρεσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχηγός. Η λ. μαρτυρείται στον λόγιο τύπο αρχηγείον από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].