επιτελείο

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

το
1. ομάδα αξιωματικών που βοηθά τον αρχηγό ανώτερης στρατιωτικής μονάδας, ναυτικής ή αεροπορικής δυνάμεως στη διοίκησή της
2. οι κύριοι συνεργάτες οργανισμού ή επιχείρησης («το επιτελείο του εκδοτικού οίκου»)
3. ναυτ. φρ. «επιτελείο πλοίου» — το σύνολο τών αξιωματικών πολεμικού πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επι-τελής (με τη νεοελλ. σημασία «στρατιωτικός αξιωματικός» < επιτέλλω, -ομαι «διατάσσω, παραγγέλλω»). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του ‘Αγγελου Βλάχου ως απόδοση στην Ελληνική του γαλλ. etat - major. Ο Γρηγ. Αλ. Χαντσερής, το 1870, είχε προτείνει τον όρο διατακτορείον].