αρχικαγκελάριος
From LSJ
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
Greek Monolingual
ο
δεύτερο πρόσωπο του κράτους, προϊστάμενος της διοίκησης, πρόεδρος του Συμβουλίου του κράτους και της βασιλικής αυλής (στη Γαλλία και τη Γερμανική Αυτοκρατορία).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι- + καγκελάριος. Απόδοση στα Ελληνικά του γερμ. Erzkanzler].