αρχισυναγωγός
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
Greek Monolingual
ἀρχισυναγωγός, -όν (Μ)
αυτός που φέρνει ένωση και ομόνοια, ο κατεξοχήν συμφιλιωτικός («τὴν θείαν καὶ ἀρχισυναγωγὸν εἰρήνην ἀνευφημήσωμεν
αὕτη γάρ ἐστιν ἡ πάντων ἑνωτική»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι- + συναγωγός, -όν < συνάγω.