αρχύτερος
From LSJ
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
Greek Monolingual
-η, -ο
1. ο προγενέστερος
2. επίρρ. αρχύτερα
πιο γρήγορα, νωρίτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχή + -ύτερος (πρβλ. κοντύτερος, μεγαλύτερος, πρωτύτερος), κατάλ. συγκρ. επιθ. από συγκριτικά επίθετα σε -υς (πρβλ. βαθύς -βαθύτερος, βαρύς -βαρύτερος, γλυκύς -γλυκύτερος, παχύς -παχύτερος κ.ά.].